χρησμῳδία

χρησμῳδία
χρησμῳδ-ία, ,
A answer of an oracle, prophecy, prop. chanted or in verse, A.Pr.775, Plu.2.402d: pl., Pl.Prt.316d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρησμῳδία — χρησμῳδίᾱ , χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc/acc dual χρησμῳδίᾱ , χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμῳδίᾳ — χρησμῳδίαι , χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc pl χρησμῳδίᾱͅ , χρησμῳδία answer of an oracle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμωδία — ἡ, ΜΑ [χρησμῳδός] απάντηση μαντείου, χρησμός που δίνεται με μορφή τραγουδιού αρχ. θεϊκή ρήση …   Dictionary of Greek

  • χρησμῳδίας — χρησμῳδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem acc pl χρησμῳδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμῳδίαι — χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc pl χρησμῳδίᾱͅ , χρησμῳδία answer of an oracle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμῳδίαν — χρησμῳδίᾱν , χρησμῳδία answer of an oracle fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμῳδιῶν — χρησμῳδία answer of an oracle fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμῳδίαις — χρησμῳδία answer of an oracle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμωιδίας — χρησμωιδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem acc pl χρησμωιδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • υμνωδία — η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ [υμνωδός] το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία νεοελλ. 1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων 2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο νεοελλ. μσν. εκκλησιαστικός ύμνος αρχ. 1. λυρικό ποίημα 2. προφητική ωδή, χρησμωδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”